- τζαγκάριος
- τζαγκάριος, ὁ,A maker of τζάγγαι, PLond.5.1708.89 (vi A.D.); also [[full] τ]σανγάριος (accus. -άριν) MAMA3.89 ([place name] Diocaesarea); and σαγγάριος (q.v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τζαγκάριος — maker of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τζαγκάριος — ὁ, Μ βλ. τζαγγάριος … Dictionary of Greek
τζαγγάριος — Ο υποδηματοποιός. Βυζαντινός όρος που αναφερόταν σε κάθε είδους κατασκευαστή υποδημάτων. Ο δρόμος όπου βρίσκονταν τα καταστήματά τους στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόνταν τζαγγάρια. Προέρχεται από τη λέξη Τζαγγία, που σήμαινε ψηλά υποδήματα τα οποία … Dictionary of Greek
τσανγάριος — ὁ, Μ βλ. τζαγκάριος … Dictionary of Greek